Μπορεί η Γερμανία να είναι μια από τις χώρες που έχουν πληγεί περισσότερο από την πανδημία του νέου κορωνοϊού, αλλά εκείνο που προκαλεί αίσθηση είναι ο χαμηλός αριθμός των θανάτων σε σχέση με εκείνο των κρουσμάτων στη χώρα.
Παρά το γεγονός ότι η Γερμανία βρίσκεται αντιμέτωπη με τη μεγαλύτερη πρόκληση από τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως τόνισε στο πρόσφατο ιστορικό της διάγγελμα η Άνγκελα Μέρκελ και ενώ μέχρι χθες είχαν καταγραφεί πάνω από 16.500 κρούσματα οι απώλειες σε ανθρώπινες ζωές είναι πολύ μικρές – μόλις 44 – δηλαδή ένα ποσοστό θνησιμότητας γύρω στο 0,18% (βάσει των στοιχείων που έδωσε χθες στη δημοσιότητα το Ινστιτούτο Robert Koch) , πολύ μικρότερο από εκείνο στην Ιταλία (8,3%), στην Κίνα (4%), στη Βρετανία (3,9%) και στη Γαλλία (2,9%).
Η Γερμανία είναι η 5η σε επιβεβαιωμένα κρούσματα παγκοσμίως, έχει πολύ λιγότερους θανάτους όμως από την Ισπανία, τη Γαλλία και τη Μεγάλη Βρετανία.
Στην πραγματικότητα βέβαια η Γερμανία διαφέρει από τη συντριπτική πλειονότητα των χωρών σε δύο βασικές παραμέτρους. Με αποτέλεσμα να έχει έως το βράδυ της Πέμπτης μόλις 44 θανάτους σε 16.624 κρούσματα, ποσοστό που δεν υπερβαίνει κατά πολύ την εποχική γρίπη.
Πρόκειται για τη χώρα που έχει μακράν την ισχυρότερη υποδομή αντιμετώπισης βαρέων περιστατικών υγείας στην Ευρώπη, αναλογικά με τον πληθυσμό της (82 εκατομμύρια). Οι κλίνες εντατικής θεραπείας ανέρχονται σε όλη τη χώρα στις 25.000 και ήδη μάλιστα βρίσκεται σε εξέλιξη η επέκταση τους κατά 10.000, ενώ η κυβέρνηση έχει ανακοινώσει ότι σχεδιάζει μέσα στις επόμενες εβδομάδες να διπλασιάσει τον αριθμό τους.
Στο πλάνο περιλαμβάνεται η μετατροπή ξενοδοχείων και μεγάλων δημόσιων κτιρίων σε νοσοκομεία με την ταυτόχρονη παραγωγή κατάλληλου εξοπλισμού προκειμένου ο αριθμός των ΜΕΘ να προσεγγίσει στα τέλη Μαΐου τις 50.000. Όπως είναι ήδη γνωστό, περισσότερες ΜΕΘ σημαίνει λιγότεροι θάνατοι, αφού η μηχανική υποστήριξη είναι δυνατόν να αποβεί σωτήρια σε πολλές περιπτώσεις και στην περίπτωση της Γερμανίας δεν έχει μείνει ούτε ένας ασθενής για την ώρα χωρίς την απαιτούμενη νοσηλεία.
Η Ιταλία των 60 εκατομμυρίων για παράδειγμα, έχει περίπου 5.500 ΜΕΘ, η Αγγλία των 56 εκατομμυρίων κάτι παραπάνω από 4.000 και η Ισπανία των 47 εκατομμυρίων περί τις 7.000. Ο δεύτερος παράγοντας που συμβάλλει στην καλύτερη προστασία των Γερμανών από τον ιό και την εξάπλωση του είναι η δυνατότητα διενέργειας των τεστ για τον εντοπισμό του. «Αναγνωρίσαμε τη νόσο πολύ έγκαιρα στη χώρα. Είμαστε αρκετά μπροστά σε ότι αφορά τη διάγνωση και τον εντοπισμό της», δηλώνει ο Κρίστιαν Ντρόστεν, διευθυντής του Ινσιτούτου Ιολογίας στο φιλανθρωπικό Νοσοκομείο του Βερολίνου.
Η Γερμανία διαθέτει δίκτυο ανεξάρτητων εργαστηρίων, πολλά από τα οποία άρχισαν δοκιμές ήδη από τον Ιανουάριο, όταν τα κρούσματα κορωνοϊού ήταν ακόμα πολύ λίγα. Ο μεγάλος αριθμός εργαστηρίων έχει αυξήσει την ικανότητα δοκιμών σε εθνικό επίπεδο και εκτιμάται ότι στο τεστ μπορούν να υποβληθούν έως και 25.000 άτομα ημερησίως!
Όπως έχει δείξει και το μοντέλο της Νοτίου Κορέας, τα μαζικά τεστ σημαίνουν καλύτερο έλεγχο της εξάπλωσης του ιού, αφού ακόμα και ασυμπτωματικοί (ή με ήπια συμπτώματα) ασθενείς τίθενται έγκαιρα σε καραντίνα και επιπλέον είναι πιο εφικτή η ιχνηλάτηση των κρουσμάτων. Από την άλλη βέβαια, η υποβολή σε τεστ ακόμα και ανθρώπων που δεν έχουν βαριά συμπτώματα σημαίνει ότι ως επιβεβαιωμένα κρούσματα έχουν καταγραφεί πάρα πολλοί που δεν είναι ηλικιωμένοι ή δεν επιβαρύνονται με υποκείμενα νοσήματα, δηλαδή σε μεγάλο βαθμό ένα νεότερο, πιο υγειές τμήμα του πληθυσμού.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το 70% των ανθρώπων που έχουν βρεθεί θετικοί έως σήμερα στον ιό είναι ηλικίας μεταξύ 20 και 50 ετών. Επιπλέον, σε αντίθεση με άλλες χώρες, οι Γερμανοί δεν υποβάλλουν σε τεστ κάποιον που έχει ήδη πεθάνει και αυτός είναι ίσως ένας επιπλέον λόγος του πολύ χαμηλού ποσοστού θνησιμότητας. Αυτό σημαίνει ότι αν ένας ηλικιωμένος πεθάνει στο σπίτι του, σε καραντίνα, δεν καταγράφεται ως θύμα του κορωνοϊού. Αν και με τη διαθεσιμότητα που υπάρχει στη χώρα σε νοσοκομειακή περίθαλψη, ο αριθμός αυτών των ανθρώπων είναι μάλλον εξαιρετικά χαμηλός.
Οι Γερμανοί επιδημιολόγοι και λοιμωξιολόγοι δεν αποπροσανατολίζονται από το πολύ χαμηλό ποσοστό θνητότητας. Γνωρίζουν ότι η μεγάλη αύξηση των κρουσμάτων τις τελευταίες ημέρες θα κορυφωθεί τις προσεχείς εβδομάδες και ότι θα βγουν στην επιφάνεια αρκετά κρούσματα ηλικιωμένων και επιβαρυμένων στην υγεία τους ανθρώπων που θα αυξήσουν αυτό το ποσοστό. Για αυτό ακριβώς προετοιμάζονται πυρετωδώς, κάνοντας ό,τι είναι δυνατόν προκειμένου να αυξηθούν σε μεγάλο ποσοστό οι δυνατότητες του Εθνικού Συστήματος Υγείας.
«Είμαστε ακόμα στην αρχή, άρα και σε θέση να εφαρμόσουμε όλα τα μέτρα που θεωρούνται απαραίτητα. Μπορούμε ακόμα και τώρα να διασφαλίσουμε ότι ο κάθε ασθενής θα λάβει νοσοκομειακή περίθαλψη», δήλωσε o Λόταρ Βίλερ, επικεφαλής του Ινστιτούτου Δημόσιας Υγείας στη χώρα.
{loadmoduleid 635} {loadmoduleid 620}