Η Σοφία Βέμπο η «Τραγουδίστρια της Νίκης» είναι γνωστή ως μία από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες που γέννησε η Ελλάδα. Δυναμική, ακούραστη, με πείσμα, με φιλοδοξίες και όνειρα, μια ντίβα που λατρεύτηκε, μια γυναίκα που μίλησε στις καρδιές με την φωνή της. Στη μνήμη μας θα μείνει πάντα ως η συγκινητική ερμηνεύτρια εθνικών ασμάτων κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940.
«Σ’ εκείνο τον πόλεμο όλοι έδωσαν τη ζωή τους. Τα πόδια τους, τα μάτια τους, τα χέρια τους, την υγειά τους. Εγώ τι έδωσα; Τη φωνή μου, που καλή ή κακή, την έχω ακόμα ακέραιη και ζωντανή. Δεν μου χρωστάει λοιπόν τίποτα ούτε το ελαφρό τραγούδι, ούτε η Ελλάδα. Εγώ τους χρωστάω τα πάντα, γιατί αυτά με κάνανε Βέμπο».
Την 28η Οκτωβρίου 1940 ο εκφωνητής του ραδιοφωνικού προγράμματος του Ζαππείου, Κώστας Σταυρόπουλος, διακόπτει ξαφνικά το τραγούδι της Βέμπο που ερμηνεύει ζωντανά το “Μας χωρίσει ο πόλεμος” και ανακοινώνει την επίθεση του Ιταλικού στρατού εναντίων της Ελλάδας. Ο πόλεμος ξεκινούσε και εκείνη σαν τρελή, βγαίνει στους δρόμους τρέχοντας και βρίσκει καταφύγιο στο σπίτι μιας φίλης της.
Προσφέρει, εκείνη την εποχή, στο Ελληνικό Ναυτικό 2.000 χρυσές λίρες για να στηρίξει τον αγώνα εναντίων των κατακτητών. Η δική της αντίσταση είναι να συνεχίσει να τραγουδά. Μόνο που τα νέα της τραγούδια δεν μιλούν για την αγάπη, αλλά κρύβουν ειρωνεία και αστεϊσμούς για τον Ιταλό Μουσολίνι, μιλούν με περηφάνια για τα παιδιά της Ελλάδας.
Η Βέμπο τραγουδά σατιρικά και πολεμικά τραγούδια και με βοηθό την ανατριχιαστική χροιά της, γίνεται η εθνική φωνή που εμψυχώνει τους Έλληνες στρατιώτες στο μέτωπο του πολέμου. Τα τραγούδια γραμμοφωνούνται αμέσως και ακούγονται σε κάθε άκρη της χώρας, ειδικά στις στρατιωτικές μονάδες. Οι ραδιοφωνικοί σταθμοί τα μεταδίδουν συνεχώς και οι Έλληνες μάχονται με το τραγούδι στο στόμα. Ο Ελληνισμός συγκινείται ακόμα περισσότερο με την προσφορά της 2000 χρυσών λιρών στο Ελληνικό Ναυτικό. Η δική της συμβουλή στον πόλεμο γίνεται με τη στιβαρή εμψύχωση του πονεμένου ελληνισμού, δίνοντας κουράγιο, ελπίδα και ορμή τραγουδώντας.
Γεννήθηκε στην Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης στις 10 Φεβρουαρίου του 1910, ως Έφη Μπέμπο. Αν και το 1912 εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη με την οικογένειά της, μετά την υπογραφή της ελληνοτουρκικής συμφωνίας ανταλλαγής πληθυσμών, άφησε πίσω της την Πόλη, δύο χρόνια μετά, για να εγκατασταθεί μόνιμα στο Βόλο. Τελειώνοντας το σχολείο, εργάστηκε ως ταμίας για να βοηθήσει οικονομικά τη φτωχή της φαμίλια. Παράλληλα, ξεκίνησε τις πρώτες της επαφές με τη μουσική, αγοράζοντας μια κιθάρα.
Η πρώτη δημόσια εμφάνιση της Σοφίας Βέμπο ήταν μέσα στο καράβι προς Θεσσαλονίκη, το Σεπτέμβριο του 1933, που ταξίδευε για να βρει το φοιτητή αδερφό της Τζώρτζη. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, τραγούδαγε και έπαιζε κιθάρα, προσελκύοντας κόσμο, χειροκροτήματα και ενθουσιασμό. Το πρώτο της κοινό την αγάπησε απευθείας! Ένας από τους ενθουσιασμένος επιβάτες, ήταν και ο Κωνσταντίνος Τσίμπας, καλλιτεχνικός διευθυντής, που της πρότεινε να δουλέψει στο μεγάλο κοσμικό κέντρο της Θεσσαλονίκης, ΑΣΤΟΡΙΑ.
Έτσι ξεκίνησε την καριέρα της στη μουσική και το 1938 μπήκε στα χωράφια του κινηματογράφου, παίζοντας στην ταινία «Προσφυγοπούλα». Το πραγματικό ξέσπασμα όμως έγινε με την κήρυξη του πολέμου, στις 28 Οκτωβρίου 1940, όπου οι επιθεωρήσεις υπηρετούσαν την πολεμική επικαιρότητα. «Βάζει ο Ντούτσε την στολή του», «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά», «Κορόιδο Μουσολίνι» κ.α..Η φωνή της κυριολεκτικά εξευτελίζει τον τρανό εχθρό Μουσολίνι. Ο φοβερός Ντούτσε της φασιστικής Ιταλίας, με τις οκτώ εκατομμύρια λόγχες, γίνεται με το τραγούδι της Βέμπο ένα αντικείμενο κοροϊδίας στα μάτια των περήφανων Ελλήνων.
Ο αμερικανικός Τύπος της εποχής, είχε συγκρίνει την Σοφία Βέμπο με την Μάρλεν Ντήτριχ. Το 1959 σε μια συνέντευξή της στην ΥΕΝΕΔ και στον δημοσιογράφο Ανδρέα Μαμάκη είχε δηλώσει πως δεν είχε προσφέρει τίποτα σημαντικό στον πόλεμο, αφού συνάνθρωποι της είχαν χάσει χέρια και πόδια. “Δεν έδωσα τίποτα απολύτως. Μια φωνή μόνο που εξακολουθώ να έχω”.
Η μεγάλη κυρία, πέθανε από εγκεφαλικό στις 11 Μαρτίου του 1978. Ο θάνατος της συγκλόνισε το Πανελλήνιο και τα τηλεοπτικά προγράμματα μετέδωσαν την είδηση με έκτακτα δελτία ειδήσεων. Την ημέρα της κηδείας της, αν και ήταν Καθαρά Δευτέρα, χιλιάδες κόσμου είχαν συγκεντρωθεί στο νεκροταφείο. Και ο τίτλος της εφημερίδας Βραδυνής έγραφε: ” Πρέπει να ξέρεις πως το δημόσια δαπάνη το εξασφαλίζουν μόνο οι τίμιοι και οι φτωχοί».